ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ: Ένας Αγιορείτης μοναχός κάνει τον πνευματικό του αγώνα πολεμώντας τα βέλη του διαβόλου και τις διάφορες δυσκολίες που του προβάλει κάθε στιγμή. Παρακάτω διαβάστε πως ο Αγιορείτης μοναχός αντιμετωπίζει τους πειρασμούς και τις επιθέσεις του μισόκαλου ώστε να γευθεί τους πολύτιμους πνευματικούς καρπούς που δίνει ο Θεός σε όσους με πίστη και αυταπάρνηση αγωνίζονται. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες και πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ἡμᾶς…».
Αγιορείτης Μοναχός από το Περιβόλι της Παναγίας
– Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…, η φωνή του Αφυπνιστή1 αντήχησε μέσα στην παγωμένη νύχτα του χειμώνα και ταυτόχρονα ένας ρυθμικός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα του κελιού. Ο μοναχός ξύπνησε. Κοίταξε γύρω του. Σκοτάδι απλώθηκε σ’ όλο το κελί του. Η αμέλεια ρίχνει τα πρώτα βέλη της, για να λαβώσει τον αγωνιστή.
– «Είναι νωρίς ακόμη», του ψιθυρίζει. «Κοιμήσου λίγο να ξεκουραστείς και αργότερα με όρεξη… θα κάνεις τα πνευματικά σου».
Ο Αγιορείτης Μοναχός όμως δε φαίνεται να συμφώνησε με το λογισμό.
– «Αμήν», απαντά αμέσως. Η πρώτη νίκη της νύχτας! Και ταυτόχρονα χαρά μεγάλη στον ουρανό. Οι άγγελοι χειροκρότησαν τον αγωνιστή. Αλλά ο δαίμονας της αμελείας δεν αποθαρρύνεται.
«Είναι νύχτα και έχει υγρασία. Πως θα προσευχηθείς;».
Και είναι αλήθεια πώς στον Άθω αυτή την εποχή έχει υγρασία. Το «δι’ ευχών» ακούγεται και πάλι έξω από την πόρτα.
– «Αμήν! Αμήν!», ξαναφώναξε ο Αδελφός. Δεν υπέκυψε στη φωνή του Πονηρού, πού προσπαθούσε να τον δελεάσει με την πρόσκαιρη απόλαυση του ύπνου.
– «Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι», ψέλλισε. Ύστερα επικαλέστηκε τον Κύριο:
«Βοήθα με, Θεέ μου, να σηκωθώ». Ο φύλακας άγγελος της ψυχής, πού αγρύπνησε όλη τη νύχτα στο κελί του μοναχού, χαρούμενος του έδωσε το χέρι, για να τον σηκώσει, κι έτσι ο αδελφός πετάχτηκε ολόρθος επάνω.
Ο Αγιορείτης Μοναχός φόρεσε το μάλλινο χοντρό σκούφο του και ψηλαφώντας με τα ροζιασμένα χέρια του τούς κρύους τοίχους, άναψε με δυσκολία το καντήλι.
Έπειτα σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια αργά-αργά κι ατένισε διστακτικά και με φόβο προς το αμόλυντο πρόσωπο του Κυρίου. Ύστερα γύρισε προς την Κυρία του Όρους.
Εκεί πήρε η έκφραση του προσώπου του ένα παρακλητικό ύφος. Τέλος στράφηκε και πάλι προς τον Παντοδύναμο με αποφασιστικότητα.
– «Εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…», πρόφερε με τη βραχνή φωνή του και άρχισε την προσευχή του.
Αυτό ήταν όλο. Έφυγε ο δαίμων της αμελείας σκυθρωπός και κατῃσχυμμένος.
-«Θα προχωρήσω κοντά να διακρίνω τι λέει», σκέφτηκε ο Αγιορείτης Μοναχός.
«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες και πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ἡμᾶς…».
«Αν βάλω εγώ ένα βήμα να πλησιάσω την εικόνα Του, θα βάλει κι Εκείνος άλλα εννέα, για να σώσει την εικόνα Του, την παναθλία ψυχή μου. Αρκεί να δει την προσπάθειά μου. Αν διώξω την αμέλεια, θα μου δώσει προσευχή. Αν διώξω τον ύπνο, θα μου δώσει τη θεία Χάρη Του.
«Μας καλεί ο Χριστός να Τον πλησιάσουμε. Να αφήσουμε τα γήινα, τις αναπαύσεις, τις απολαύσεις, τις υπερβολικές μέριμνες, το άγχος, τα πάθη μας, τις μικρότητές μας, τις ατέλειές μας, την οκνηρία μας, τον πόνο, τις θλίψεις μας και να κάνουμε ένα βήμα προς Αυτόν. Αυτό το λίγο, το ένα βήμα πού θα κάνουμε, θα το πολλαπλασιάσει. Θα μας ανακουφίσει από ό,τι μας βαραίνει. Θα μας γεμίσει απ’ ό,τι έχουμε ανάγκη. Θα μας λυτρώσει από όποια θλίψη πιέζει την ψυχή και το σώμα μας».
Αυτά μονολόγησε ο Αγιορείτης Μοναχός κι έπειτα έμεινε για λίγο σιωπηλός.
Σε λίγο κοίταξε το εικόνισμα. Σαν να συνήλθε από τούς λογισμούς του και άρχισε να γυρίζει το κομποσχοίνι.
Το κομποσχοίνι μοιάζει με ιμάντα, ο οποίος κινεί τη μηχανή της ψυχής. Συνδέει το σώμα με την ψυχή.
Σε λίγο, ενω τραβούσε ρυθμικά το κομποσχοίνι, άρχισε να σκέφτεται τα ουράνια, να ανεβαίνει σε θεωρίες υψηλές, να σκέφτεται για τον Θεό, για τούς Αγγέλους, για τη Δημιουργία του Σύμπαντος, για την Ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, για την Παγκόσμια Ανάσταση όλων στους εσχάτους χρόνους, για τη Δευτέρα Παρουσία, για την Κόλαση και τον Παράδεισο.
Θυμήθηκε θαυμαστά γεγονότα πού του συνέβησαν παλαιότερα, όπου η Χάρη του Θεού ήταν εμφανής. Έφερε στο νου του Αγίους και εναρέτους άνδρες με τούς οποίους συναναστράφηκε στο παρελθόν και συλλογίστηκε τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν την εν Χριστώ ζωή ο καθένας.
Όλα όμως αυτά ήταν εισαγωγικά για την προσευχή του.
– «Θα προσπαθήσω να τα αφήσω όλα αυτά και να διώξω κάθε λογισμό». Του ήρθε στο νου η φράση του γέροντος απ’ το Γεροντικό «νοῦν τηροῦμεν».
Ο Αγιορείτης Μοναχός συγκεντρώνει το νου του στα λόγια της ευχής του Ιησού «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…».
Λέει την ευχή αργά, ρυθμικά και με νόημα. Ακόμη όμως δεν αισθάνεται τίποτε το διαφορετικό στην ψυχή του. Τίποτε το θεϊκό. Αν και δεν το ψάχνει με άγχος. Απλά και ήρεμα και ό,τι δώσει ο Θεός.
Ο Αγιορείτης Μοναχός το μόνο πού θέλει είναι να ενώσει το νου του με τον Θεό.
Κάποια στιγμή φαίνεται να επιμένει περισσότερο στην ευχή αλλά καμιά αλλοίωση στην ψυχική του διάθεση. Κάτι δεν κάνει σωστά, κάτι ξέχασε. Πέρασαν ακόμη λίγα λεπτά, αλλά τίποτε. Τότε θυμήθηκε το γραφικό:
«Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι Χάριν».
Του ήρθε μάλιστα εκείνη τη στιγμή, σαν αστραπή στο νου, το πάθημα του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου, πού δεν ταπεινωνόταν στην προσευχή του.
«Λοιπόν, πρέπει να βάλω τον εαυτό μου κάτω από όλους τούς ανθρώπους, σκέφτηκε, αφού τέτοιος είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος».
Τι το επέκεινα; Δεν παραβλέπει ο Θεός την προσπάθειά του, κι ενώ εκείνος τραβούσε ρυθμικά το κομποσχοίνι, άκουσε Εκείνος τη δέηση του και θέλησε να τον παρηγορήσει. Αφού ταπεινώθηκε τόσο και αγωνίστηκε τόσο, κάμφθηκε η ευσπλαχνία Του. Και τι συνέβη;
Άρχισε να γεμίζει η ψυχή του από τη Χάρη του Θεού. Να αγαλλιάζει. Να ηρεμεί. Να λεπτύνεται ο νους του. Αισθάνθηκε στο νου του διαύγεια. Του έφυγε η νύστα και η οκνηρία.
Του ήρθε όρεξη για περισσότερη προσευχή.
Μια χαρά ανεκλάλητος πότισε όλες τις φλέβες του. Του ήρθε μια αγάπη για τον Θεό, μια ανεξήγητη και απρόσμενη συμπάθεια προς τον πλησίον, προς όλους τούς ανθρώπους.
Ο Αγιορείτης Μοναχός πέφτει κάτω στο έδαφος, γονατίζει και χύνει δάκρυα, δάκρυα ασταμάτητα.
«Ήμαρτον Θεέ μου», κραυγάζει με λυγμούς, «καί οὐκ εἰμί ἄξιος ἀτενίσαι εἰς τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ». Δεν μπορεί να πει άλλα λόγια. Το μόνο πού κάνει είναι το ότι προφέρει ακαταπαύστως τη μονολόγιστη ευχή του Ιησού:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, Ιησού μου γλυκύτατε!»…
Έχει προχωρήσει η νύχτα. Ξάφνου ακούγεται η καμπάνα πού προειδοποιεί πώς σε λίγο θα αρχίσει η ακολουθία. Δεν κατάλαβε πότε πέρασαν τόσες ώρες. Εγείρεται, και αρχίζει να ετοιμάζεται για τη νυχτερινή ακολουθία. Σε λίγο ακούγεται ο ρυθμικός χτύπος του τάλαντου.
– «Ἐξεγερθέντες τοῦ ὕπνου προσπίπτομέν σοι Ἀγαθέ…», κάποιος από τους αδελφούς στην Εκκλησία άρχισε να αναγινώσκει το Μεσονυκτικό.
Οι Πατέρες ένας-ένας κατεβαίνουν στο καθολικό2. Ανάμεσά τους κι ο αγωνιστής αδελφός. Χαιρετούν τα εικονίσματα. Καταλαμβάνουν τα στασίδια σαν μέλισσες πού μπαίνουν στις φωλιές τους.
Εκεί θα συνεχίσουν την υπόλοιπη νύχτα πάλι με προσευχή.
Το πνευματικό νέκταρ, πού απήλαυσαν προ ολίγου στο κελί τους, αυξάνεται. Αλλάζει χρώμα, γίνεται μέλι, γλυκαίνει το νου και τρέφει την ψυχή.
Η ευχή του Ιησού τρέχει συνέχεια στο στόμα τους. Ο αδελφός όρθιος ατενίζει την εικόνα του Παντοκράτορος στο τέμπλο. Έτσι προσηλωμένος στις θείες θεωρίες, ούτε κατάλαβε πότε έφθασε η ακολουθία στην Απόλυση.
– «Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν…». Ο εφημέριος με το βλέμμα προσηλωμένο κάπου βαθιά στο δάπεδο, στα τρία μέτρα, κάνει την απόλυση κι επισφραγίζει τη νυχτερινή ακολουθία.
Ο Αγιορείτης Μοναχός εξέρχεται μεταρσιωμένος, κρατώντας μια πνευματική ανθοδέσμη με άνθη ευωδιαστά. Είναι οι καρποί της χθεσινής νύχτας.
«Δόξα σοι ο Θεός…», προφέρει το στόμα του και χάνεται μέσα σ’ ένα υπέροχο Αγιορείτικο λυκαυγές, πού άρχισε να απλώνει στον ορίζοντα τα θαυμάσια χρώματά του…
1 Αφυπνιστής, ο Μοναχός πού είναι υπεύθυνος να κάνει εγερτήριο, περιερχόμενος τα κελιά των Πατέρων!
2 Καθολικό, ο κεντρικός ναός του Μοναστηριού
Χειροποίητα Μοναστηριακά Εργόχειρα
Χειροποίητα, αυθεντικά, μοναδικά μοναστηριακά εργόχειρα από το Άγιον Όρος και τα Ελληνορθόδοξα Μοναστήρια μας. Τα μοναδικά εργόχειρα φιλοτεχνούνται από μοναχούς ή μοναχές και φτιάχνονται σύμφωνα με την μοναστική παράδοση και προσφέρουν προστασία και ευλογία.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΕΔΩ